-ινος

-ινος
κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. -νο (< IE *-no-) σε θ. ονομάτων σε -ι- (πρβλ. ἴρ-ινος < ἶρις, καννάβ-ινος < κάνναβις). Τα περισσότερα επίθετα σε -ινος δηλώνουν ύλη (πρβλ. λίθ-ινος, ξύλ-ινος, χάρτ-ινος). Η κατάλ. εμφανίζεται επίσης σε μερικά επίθετα με την παρεκτεταμένη μορφή -ίνεος (< -ino- + επίθ. -eyo-) που δηλώνουν κι αυτά ύλη (πρβλ. ειρ-ίνεος, κεδρ-ίνεος).
Παραδείγματα λ. σε -ινος είναι:
αδαμάντινος, αέρινος, ακάνθινος, αλαβάστρινος, αλάτινος, αμαράντινος, άνθινος, ανθρώπινος, βαμβάκινος, γήινος, (γ)υάλινος, γύψινος, δάδινος, δάφνινος, δένδρινος, δερμάτινος, δρύινος, εβένινος, ελεφάντινος, ιάνθινος, ιμάντινος, ιτέινος, καλάμινος, καννάβινος, κέδρινος, κήρινος, κίτρινος, κλημάτινος, κολοκύνθινος, κρίθινος, κρόκινος, κρυστάλλινος, λεύκινος, λίθινος, μαρμάρινος, μολύβδινος, ξύλινος, οστέινος, οστράκινος, παπύρινος, πέτρινος, πήλινος, πλίνθινος, πράσινος, πτελέϊνος, πύρινος, σαπφείρινος, σμαράγδινος, σχοίνινος, τρίχινος, υδάτινος, φλόγινος, χάλκινος, χιόνινος, χοίρινος, χόνδρινος, χωμάτινος
αρχ.
αμπέλινος, αμυγδάλινος, ασφοδέλινος, βαλάνινος, βίβλινος, ελέϊνος, ζύγινος, καμάκινος, κλάδινος, κοράκινος, κούκινος, μαλθάκινος, μέλινος, ναρθήκινος, ομφάκινος, πύργινος, ράδινος, ρίζινος, σησάμινος, σμίλινος, στροβίλινος, υμένινος, φήγινος, φοινίκινος, φύλλινος, χθόινος
νεοελλ.
αγκάθινος, αλεύρινος, ατσάλινος, βελούδινος, βρόχινος, γιγάντινος, ελάτινος, κοκ(κ)άλινος, κοράλλινος, λουλούδινος, μάλλινος, μετάλλινος, μετάξινος, μπρούντζινος, νημάτινος, πάνινος, πέτσινος, πορσελάνινος, σακχάρινος, σανίδινος, συρμάτινος, τούλινος, τσιμέντινος, τσόχινος, χαλύβδινος, χάρτινος, ψάθινος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • -ίνος — ῑνος (Α) κατάλ. ουσ. και επιθ. τής Αρχαίας Ελληνικής η οποία ανάγεται σε ΙΕ * ino (επαυξημένη μορφή τής * nο ). Η κατάλ. εμφανίζεται σπάνια σε επίθετα (πρβλ. ἀγχιστ ῑνος < ἄγχιστος), συχνότερα δε σε ουσ. και ειδικά: 1) σε ονομασίες ζώων (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • -ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… …   Dictionary of Greek

  • ἰνός — ἰ̱νός , ἴς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευθύρ(ρ)ινος — εὐθύρ(ρ)ινος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ίσια μύτη …   Dictionary of Greek

  • καλόρ(ρ)ινος — καλόρ(ρ)ινος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία, καλοσχηματισμένη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + (ρ)ρινος (< ῥίς, ῥινός «μύτη»), πρβλ. μεγαλό ρινος, πλατύ ρρινος] …   Dictionary of Greek

  • κελαινόρ(ρ)ινος — κελαινόρ(ρ)ινος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει μαύρο δέρμα («κελαινορρίνου ελέφαντος», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + ρινος (< ῥινός «δέρμα ζώων ή ανθρώπων), πρβλ. μελα ρρινός, πολύ ρρινος] …   Dictionary of Greek

  • κολοβόρ(ρ)ινος — κολοβόρ(ρ)ινος, ον (Α) κολοβόριν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβόρριν, με μεταπλασμό κατά τα δευτερόκλιτα επίθ. σε ος] …   Dictionary of Greek

  • ολοκότ(τ)ινος — ὁλοκότ(τ)ινος, ὁ (Α) είδος νομίσματος, πιθ. το δηνάριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνθ. λ. με α συνθετικό το ὅλος. Το β συνθετικό προέρχεται από το λατ. (aurum) coctum «χρυσός ψημένος» < λατ. τ. coquo «ψήνω» (λατ. ct > tt)] …   Dictionary of Greek

  • στούπ(π)ινος — ὁ, Μ βλ. στύπινος …   Dictionary of Greek

  • πλα(γ)ινός — ή, ό αυτός που είναι στο πλάι, ο παράπλευρος, ο γειτονικός, ο διπλανός: Το πλαγινό σπίτι το κατεδαφίζουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”